Πελοποννησιακή Γερουσία

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 υπήρξε, στο ένα μέρος της, συνέπεια της ωρίμανσης αντικειμενικών συνθηκών. Αφ’ ότου κατακτήθηκε από τους Τούρκους και το τελευταίο μεγάλο κομμάτι ελληνικής γής το 1715, ο τόπος που πατάμε, η Πελοπόννησος, ετέθη σχεδόν αμέσως, και μέσα σ΄ ένα περιβάλλον ενοποιητικών θεσμών, όπως η Αυτοδιοίκηση και η Εκκλησία, το ζήτημα της ανεξαρτησίας ολοκλήρου του έθνους. Από την στιγμή που οι δασμοί μέριαζαν, η φορολογία συνέκλινε στη δεκάτη και ο παράς και η οκά απλώθηκαν σ’ όλο τον ελλαδικό χώρο, η ελληνική μοίρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν προδιαγεγραμμένη. Καθώς, ανάλογη μπορεί ν’ αποβεί η μοίρα της νεώτερης Ελλάδας, με το κιλό, την κατάργηση των δασμών και την κυκλοφορία ενός κοινού νομίσματος στον ευρωπαϊκό χώρο.

Από το άλλο μέρος, ο αγώνας που γέννησε το σύγχρονο ελληνικό κράτος, ήταν συνέχεια και κορύφωση της εθνικής επαναστατικής παράδοσης. Δηλαδή: της μακραίωνης ελληνικής αντίστασης απέναντι στην αφάνεια της ιστορίας, που το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, με την επίδραση των επαναστατικών και φιλελληνικών ιδεών της εποχής, θα μεγαλουργήσει.

Τον χειμώνα και την Άνοιξη του 1821, λοιπόν, ενώ ή οθωμανική αυτοκρατορία είναι ακόμη ισχυρότατη, και ενώ στην Ευρώπη επικρατεί το μαύρο πνεύμα της Ιεράς Συμμαχίας, οι Έλληνες σηκώνουν τον αγώνα για την απελευθέρωση τους. Ό Αλέξανδρος Υψηλάντης κηρύττει από το Ιάσιο την Επανάσταση: απονενοημένο διάβημα, που ωστόσο δημιούργησε σπουδαίον αντιπερισπασμό για τον ξεσηκωμό στη «μεσημβρινή χώρα». Στην Ελλάδα η Επανάσταση ευδοκίμησε. Ύστερα από πολυάριθμες συγκρούσεις στην ξηρά και στη θάλασσα, και ιδίως τις νίκες στην Γραβιά, στην Ερεσσό, στην Τριπολιτσά και αλλού, ελευθερώθηκαν μεγάλες περιοχές. Στο τέλος του 1821 η Επανάσταση είχε εδραιωθεί στη νότια Ελλάδα. Και την 1η Ιανουαρίου 1822 διακηρύττεται στην Επίδαυρο, από την Α΄ Εθνική Συνέλευση, «η Πολιτική ύπαρξις και Ανεξαρτησία του Ελληνικού Έθνους».

Ο αγώνας του ΄21 τελείωσε με νίκη. Προετοιμασμένη και αποφασισμένη από τους εμπόρους και αστούς της Φιλική Εταιρείας, που κοντά στα άλλα απαίτησαν από την οθωμανική επικράτεια τον δικό τους οικονομικό χώρο, η Επανάσταση επέτυχε, ύστερα από εννιάχρονο επικό αγώνα, να πραγματοποιήσει, έστω μερικώς, τον σκοπό της: τη δημιουργία του νεώτερου ελληνικού κράτους. Στοίχισε όμως βαρύτατα. Οκτακόσιες χιλιάδες Ελλήνων και Ελληνίδων χάθηκαν στα πεδία των μαχών, από την πείνα και τις κακουχίες, από τους διωγμούς και τις σφαγές στις επαναστατημένες περιοχές. Ωστόσο, ο αδυσώπητος εκείνος αγώνας προβάλλει στις σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας ως ανεπανάληπτη εποποιία και ως ο θρίαμβος της ελευθερίας.

Για ένα μισερό κράτος, λοιπόν, εχύθη τόσο αίμα, και αίμα αδελφικό, κι έκανε τόση φασαρία η ιστορία; Ναί, γι’ αυτό. Γιατί κράτος είναι πρωτίστως ένας ελεύθερος και δικός μας τόπος. Και συνεπώς, κράτος και έθνος και πατρίδα και λαός και κοινωνία, είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. Σ’ εκείνο το ξαφνικό άνοιγμα της ιστορίας, άνθρωποι και καταστάσεις λειτούργησαν με ένταση και σπουδή, ως να επρόκειτο για δυνάμεις της φύσης. Το άμεσο, φυσικό κενό, της οθωμανικής εξουσίας, έπρεπε πάση θυσία να καλυφθεί, για χίλιους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους. Αν πράγματι ο αγώνας ήταν για έναν ελεύθερο τόπο, για ένα κράτος δηλαδή, το κράτος αυτό όφειλε να κάνει κάπως αισθητή την παρουσία του: να μαζέψει τον ξεσηκωμένο κόσμο, να ‘βρεί στρατεύματα και εφόδια, να σταθεί σαν τέτοιο… Να τιθασεύσει το χάος!

Η εισαγωγή όμως του πρώτου άρθρου έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία από την προσφώνηση της εγκυκλίου της Πελοποννησιακής Γερουσίας που έγραψε εδώ ο Ρήγας Παλαμήδης: Να έχετε εν τω μεταξύ σας αγάπην και ομόνοιαν άδολον και χριστιανικήν… Τί να εσήμαινε άραγε αυτό; Και πώς να γίνει; Πώς σ’ αυτήν την ανεπανάληπτη στιγμή να κλείσει με φρόνηση και περίσκεψη το μέγα σχίσμα. Πώς ένας προεστός σαν τον συμπατριώτη μας Κανέλλο Δεληγιάννη ν’ ανεχθεί τον κλονισμό των επί αιώνες δεδομένων σχέσεων εξουσίας.

Ίσαμε με τον καιρό του Κανέλλου, ο χρόνος κυλούσε αργά και σταθερά στον ελληνικό χώρο. Ώσπου εμφανίστηκαν οι κλέφτες. Ο κλέφτης, αυτή η ανεπανάληπτη ελληνική μορφή, δεν έμοιαζε με κανέναν, ούτε με τους ακρίτες. Ο κλέφτης δεν φυλούσε άκρα, αλλά τα βουνά γύρω μας. Και όχι για λογαριασμό άλλου, αλλά για τον εαυτό του. Ίσαμε το ΄21, ο κλέφτης θεωρούσε υπέρτατη αξία την προσωπική του τιμή, βγαλμένη από μια αγέρωχη και συχνά βάναυση στάση ζωής. Με τον κλέφτη η ελληνική ιστορία παύει να έχει αριστοκρατικές πλευρές. Η ιστορική συνείδηση του λαού, όπως αποτυπώνεται στο δημοτικό τραγούδι, μετακινείται από τους παλιούς σε νέους άρχοντες, που συχνά είναι …του σχοινιού και του παλουκιού.

Ο Δεληγιάννης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και οι άλλοι πρόκριτοι, κοσμικοί και κληρικοί, ξέρουν καλά πως: χωρίς την οργή και την ορμή των κλεφτών, λυτρωμός του τόπου, και δικός τους, δεν γίνεται. Το σχοινί όμως έπρεπε να μαζευτεί και το παλούκι να στραφεί σε μια μόνο κατεύθυνση: στο μάτι του Τούρκου. Από την άλλη μεριά, με την προοπτική και της άφιξης του πρίγκηπα Δημητρίου Υψηλάντου, οι κεφαλές της Φιλικής Εταιρείας δεν θα μπορούσαν να έχουν λόγο στα καρυτινά και μοραΐτικα τζάκια… Ο αγών ήταν υπέρ πάντων, όπως είναι παντού και πάντοτε κάθε τέτοιος Αγώνας, με άλφα κεφαλαίο: από το λυτρωμό ίσαμε τον αφανισμό, και βεβαίως τον αποκλεισμό των μέν από τους δέ.

Η Πελοποννησιακή Γερουσία, λοιπόν, κατά μίαν έννοια, διέπραξε ένα αναγκαίο πολιτικοστρατιωτικό πραξικόπημα, θέλοντας να λάβει μέτρα έναντι παντός αλλοτρίου και οικείου κινδύνου. Ήταν αποτέλεσμα της σύσκεψης που πρωτοέκαναν στην Μονή Αγίου Νικολάου Καλτεζών της Μαντινείας «τινές των προκρίτων» της Πελοποννήσου, όπως αναφέρει ο ο Παλιών Πατρών Γερμανός στα απομνημονεύματά του, που και εκεί δεν συμμετείχε. Με «αυτοδίκαιο» πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και γραμματέα τον Στεμνιτσιώτη Ρήγα Παλαμίδη. Χωρίς τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους κλεφτοκαπεταναίους… Ανεξάρτητα ωστόσο από τις ιδιαίτερες προθέσεις των προκρίτων, καθώς η επανάσταση επεκτεινόταν, ανέκυπτε σοβαρός κίνδυνος από την έλλειψη ενιαίας συντονιστικής αρχής, και η ανάγκη να δοθεί στο εξωτερικό η εντύπωση ότι ο αγώνας δεν ήταν «καρμπονάρικος».

Η συνέλευση στις Καλτεζές, μετά την διακήρυξη που υπέγραψε, διαλύθηκε αυθημερόν, 26 Μαΐου του 1821. Στην επιτροπή προστέθηκαν μετά λίγες ημέρες και άλλοι πρόκριτοι, μεταξύ των οποίων και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Ο Κολοκοτρώνης έβαλε την υπογραφή του αργότερα, μετά τον ερχομό του Δημητρίου Υψηλάντη. Ως συνολικός νούς της Επανάστασης, είδε πως όλοι ήσαν αναγκαίοι. Και αν ο Γέρος του Μωριά έκρινε λίγο ύστερα πως έπρεπε να σώσει τη ζωή των προκρίτων από τ’ αγριεμένο πλήθος, γιατί εμείς σήμερα δεν πρέπει να τους διασώσουμε ως μέρος της ιστορίας μας, και γιατί όχι της καταγωγής μας; Και να θυμόμαστε: πως ο ονομαστότερος κοτζαμπάσης της Γορτυνίας Κανέλλος Δεληγιάννης πέθανε πάμπτωχος, έχοντας εξανεμίσει χιλιάδες γρόσια, γιδοπρόβατα και γεννήματα στις χρείες του Αγώνα…

Όπως και να είχε, τέλη Μάη του 1821, αναζητώντας ησυχία και ασφάλεια, και για όποιον άλλο λόγο θέλει να υποστηρίξει ο καθένας, η Γερουσία μετακινήθηκε στην Στεμνίτσα και εγκαταστάθηκε στο Μοναστήρι της Χρυσοπηγής. Από εκεί εξέδωσε σειρά πράξεων με τη μορφή εγκυκλίων διαταγών. Ανάμεσα στις πρώτες είναι η εγκύκλιος της 30ής Μαΐου περί οργανώσεως της περιφερειακής διοικήσεως Πελοποννήσου, με γενικές εφορίες κατά επαρχίες και χωριά, καθώς και η διάταξη της ίδιας ημέρας για την επιστράτευση «πάντων των δυναμένων να φέρουσι όπλα». Με τις εκλογές τοπικών αρχών που έκανε τον Ιούνιο, καθώς και με όποιο άλλο μέτρο πήρε, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι Α΄ Πελοποννησιακή Γερουσία, με έδρα την Στεμνίτσα, επηρέασε τα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα της Επανάστασης και μετά την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, ίσαμε το 1823 και την Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους. Η Στεμνίτσα, λοιπόν, η «δυνατή χωροπούλα» του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, μπορεί να υπερηφανεύεται ότι κάποτε φιλοξένησε ιδέες και πράξεις που έκαναν δυνατή την ύπαρξη και συνέχεια του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

Γι’ αυτό το κράτος ουσιαστικά γίνεται κάθε φορά λόγος σε τέτοιες περιστάσεις. Καθώς, όπως υπαινιχθήκαμε ήδη, οδεύει, με κοινά μέτρα, σταθμά και σύνορα και …μνημόνια, σε μία νέα και ευρύτερη ιστορική ολοκλήρωση. Και το ερώτημα που μας θέτει η ιστορία σήμερα είναι: τί έχουμε να κουβαλήσουμε εμείς εκεί πού πάμε. Τί έχουμε εμείς να προσφέρουμε στην Ευρώπη, και όχι πώς και πόσα κοινοτικά κονδύλια θα εξαντλήσουμε! Απ’ όσα γράφουμε σήμερα εδώ, έχουμε πολλά να προσφέρουμε. Αν πρώτα τα κατανοήσουμε, ώστε να πάψουν να μας προκαλούν δέος. Ή, να χρησιμοποιούμε τα γεγονότα εκείνα, για να δικαιολογήσουμε σημερινές μας ιδέες και συμπεριφορές.

Το δυστυχές μέρος της Ελληνικής Επανάστασης, γιατί η ευτυχία της είμαστε όλοι εμείς εδώ σήμερα, και όπου αλλού της γής Έλληνες… η δυστυχία της Επανάστασης του ΄21 δεν είναι, όπως υποστηρίζεται: η σύγκρουση κοτζαμπάσηδων και κλεφτοκαπαταναίων, η διχόνοια και οι αδελφοκτόνοι πόλεμοι. Η δυστυχία, η ειρωνεία μιας μοναδικής Επανάστασης, είναι πως με το τέλος της: κανένας από τους συγκρουσθέντες δεν βρέθηκε στην εξουσία! Η ακατανόητη πλευρά της νεώτερης ελληνικής ιστορίας είναι πως: ποτέ οι ιδέες δεν συγκρούσθηκαν και δεν συζητήθηκαν καθαρά και ξάστερα, ώστε να υπάρξουν και καθαρές λύσεις, πραγματικά καθαρές και όχι ως προεκλογικά ευφυολογήματα.

Προλαβαίνουμε άραγε; Ναί, προλαβαίνουμε. Αν έχουμε κατά νού, πως από τα πολλά μαθήματα που διδάσκει το ΄21, η Στεμνίτσα, τα βουνά γύρω μας: το μέγιστο μάθημα είναι η αντοχή. Στην αντοχή των κοτσαμπάσηδων ασκηθήκαμε δεόντως. Μένει ν’ ασκηθούμε στην αντοχή και το αγέρωχο πνεύμα των κλεφτοκαπαταναίων. Που:

Είχαν αρνιά και ψήνανε και κριάρια σουβλισμένα.
Είχαν κι ένα γλυκό κρασί που πίν’ τα παληκάρια.
Ο ένας στον άλλο έλεγαν κι ο ένας στον άλλο λέει:
Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε.
Δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχή μας;
Ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια…
Να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γιοφύρι,
που θα περνάει ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους.
Να κόψουμε τους άλυσους…

Μ.Μ.
Το σχόλιό σας...

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *