Όταν ήμουνα παιδί και άκουγα απ’ της Αράπαινας τ’ αλώνι στου Καλλίνικα το μάσκουλο κάθε Αγίου Νικολάου του Νέου στις 9 του Μάη να βαράει και να ηχεί η πίπιζα και το τούμπανο, ήθελα να παραβρεθώ στο πανηγύρι αυτό, αλλά δεν μπορούσα να πάω μοναχός, γιατί ήμουν μικρός και ορφανός. Ήταν γύρω στα 1932…
Μια μέρα της Άνοιξης που καθόμουνα στην πλατεία του Αγιοθανάση ήρθε από την Καρύταινα ο Βλαχορραφτίτης ταχυδρόμος ο Γιώργος ο Μπερλές, με φώναξε και μου λέει:
– Κάνε μου τη χάρη να φωνάξεις τον παπά να έρθει εδώ που τον θέλω… Εφημέριος τότε στον Ατσίχωλο ήταν ο παπα-Καλλίστρατος, κατά το κοσμικόν Αθανάσιος Δημητρακόπουλος και κοντινός μου, παρά τη διαφορά ηλικίας, ξάδελφος. Αφού ήλθε ο παπάς έβαλα αφτί να ακούσω τί του έλεγε ο ταχυδρόμος:
– Να έλθεις στου Βλαχορράφτη, του είπε ο ταχυδρόμος, να συνεννοηθείς με τον παπα-Δημήτρη, να λειτουργήσεις εσύ του Αγίου Νικολάου, γιατί αυτός είναι γέροντας και δεν μπορεί ν’ ανέβει στον Αγιο-Νικόλα…
Εφημέριος τότε στο Βλαχόρραφτη ήταν ο Δημήτριος Αγγελόπουλος.
Αφού τελείωσε η συζήτηση και έφυγε ο ταχυδρόμος, ρώτησα τον παπα-Καλλίστρατο:
– Τι έγινε, εσύ θα πας στον Αγιο-Νικόλα να λειτουργήσεις; Να πάρεις και μένα μαζί σου, αλλά να το πεις της μάνας μου.
Ήλθε η παραμονή της γιορτής 8 του Μάη, αμέσως εγώ υπενθύμισα στον παπά ότι έπρεπε να με πάρει το πρωί. Έτσι και έγινε… Ξεκινήσαμε πρωί, ανεβήκαμε το βουνό, φτάσαμε στην εκκλησία, δεν είχε πάει κανένας ακόμη. Βρήκαμε μόνο τον Γεώργιο Δημητρακόπουλο (Καράμπελα), που ήταν αδελφός του πατέρα του παπα-Καλλίστρατου και θείος δικός μου, να ανάβει φωτιά, να βράσει γίδα για το πανηγύρι. Με μεγάλη μου έκπληξη όμως βρήκαμε στην εκκλησία και τον αοίδιμο τώρα παπα-Δημήτρη (Αγγελόπουλο), ντυμένο με τα ιερά του άμφια και έτοιμο ν’ αρχίσει τη λειτουργία. Ο παπάς ο ξάδελφός μου του είπε:
– Καλημέρα, Γέροντά μου. Χρόνια πολλά. Ο Άγιος βοήθειά μας, όπως συνήθως λέγεται.
Αντικαλημέρισε και αντευχήθηκε ο παπα-Δημήτρης και στη συνέχεια έγινε ο εξής διάλογος:
– Καλά, Γέροντά μου, λέει ο παπα-Καλλίστρατος, δέν είπαμε ότι εγώ θ’ ανέβω να λειτουργήσω, γιατί εσύ δεν μπορούσες και να μοιραστούμε τα τυχερά και τις προσφορές;
Ο Γέροντας δεν απάντησε, ο νέος παπάς συνέχισε:
– Αλλά μια και ήρθα, δεν πειράζει, ας συλλειτουργήσουμε.
– Τότε βλοσυρά ο Γέροντας του λέει:
– Όχι, να φύγεις. Μια φορά κι εγώ το χρόνο θα οικονομήσω πέντε δραχμές και συ θα έλθεις να μου πάρεις τα μισά; Όχι δεν γίνεται. (Τότε δεν πληρώνονταν οι παπάδες από το Κράτος).
Αφού προσκυνήσαμε την εικόνα του Αγίου Νικολάου, απήλθαμε. Πιο κάτω βρήκαμε τον συγγενή μας Γιώργο Καράμπελα και χαιρετήσαμε κι αυτόν με τη σειρά του.
– Τί, λέει, φεύγεις; Γιατί;
– Αυτός, μπάρμπα, του λέει συννεφιαμένος ο παπα-Καλίστρατος, είναι δικός μου λογαριασμός.
– Καλά, παπά μου, του απαντάει, τότε άφησε τουλάχιστον το παιδί να βράσουμε τη γίδα να φάει κι αυτό κανένα μεζέ.
– Όχι, δεν αφήνω το παιδί. Έφερες εσύ κανένα παιδί; Εγώ είμαι υπεύθυνος.
Ο ένας με τράβαγε από το ένα χέρι, ο άλλος από το άλλο. Εμένα κατά βάθος η επιθυμία μου ήτανε να μείνω στο πανηγύρι και για να δω και για να φάω. Ο παπα-Καλλίστρατος, καταλαβαίνοντας τους λόγους που εγώ ήθελα να μείνω, αγριεμένος μου λέει:
– Μπρε πάμε να φύγουμε, Δεν τη θέλουμε τη γίδα τους. Να τη φάνε μόνοι τους.
Και με πήρε και φύγαμε από άλλο δρόμο (από τη Πιιλαλίστρα), να μη συναντήσει κανένα και να μη πει τους λόγους που δεν έμεινε.
Αλλά ούτε και στο χωριό πήγαμε. Πήγαμε στη Λυγιά, στο κτήμα του, που βρίσκεται στο Λιβάδι του Ατσίχωλου. Εκεί είχε την οικογένεια του, σπίτι οργανωμένο, με όλα τα χρειώδη. Μπήκε στο μαντρί, άρπαξε ένα αρνί, τό ’σφαξε με τη βοήθεια τη δική μου, το ’τοίμασε και παίρνοντας τη συκωταριά και ρίχνοντας και κάμποσα αυγά στο τηγάνι για να φάνε και οι άλλοι που θα ’ρχόντουσαν –τα λοιπά μέλη της οικογένειάς του– κάτσαμε και κάναμε καλή γιορτή.
Πολλές ευχαριστίες στο αγαπημένο φίλο και συνοδοιπόρο του πατέρα μου.
Είμαι δισεγγονή του Κωνσταντίνου Λάλου. Συγκίνηση και αναμνήσεις γι’ αυτούς που έφυγαν πριν προλάβουν να μας πουν όλες αυτές τις ιστορίες.