Ο Δημοκλής Μάτσικας, που αναχώρησε πρόσφατα απ’ την Καρύταινα για την τελευταία κούρσα του, υπήρξε ο ταξιτζής των παιδικών μας χρόνων. Μ’ εκείνη την προπολεμική Μερσεντές, που άνοιγε τα φλάς της σαν φτερά, δεξιά και αριστερά στις μπροστινές πόρτες της… Για μένα, ωστόσο, ο Δημοκλής υπήρξε κάτι παραπάνω… Με αποφυλάκισε κάποτε από …το κάτεργο του Αγιοταξιάρχη!
Πώς μπορεί ένα ξωκλήσι του χωριού μου (που μάλιστα γιορτάζει στ’ ονομά μου!) να γίνει κάτεργο και ο Δημοκλής ελευθερωτής μου, είναι μια ασύλληπτη ιστορία της σκληρής δεκαετίας του ’50. Θα την διηγηθώ εις μνήμην του γλυκύτατου εκείνου ανθρώπου, που έφυγε από κοντά μας την περασμένη Πέμπτη στα ενενήντα δύο του χρόνια. Αφού πρώτα επαναλάβω ό,τι έγραψε κάποιος «Για τον Δημοκλή από την Καρύταινα» στο Kafeneio Megalopolis.gr:
Όλη του η ζωή, μια ζωή προσφοράς. Δεν υπάρχει άτομο στην ευρύτερη Γορτυνία και στη Μεγαλόπολη που να μην έχει εξυπηρετηθεί με προθυμία και με επαγγελματισμό από τον ταξιτζή της Καρύταινας, τον Δημοκλή. Μια ζωή στο τιμόνι, σε χαρές και λύπες. Είναι ίσως ο μοναδικός άνθρωπος στον τόπο μας, για τον οποίον δεν υπήρξε και δεν υπάρχει κανείς να πει κακιά κουβέντα. Πάντοτε χαρούμενος και δοτικός…
Η ιστορία μου με τον Δημοκλή; Από μικρός είχα ανακαλύψει το θαύμα του ηλεκτρισμού. Από μια στιγμή και ύστερα, η «στήλη» και το γλομπάκι του φακού δεν μου αρκούσαν. Και έκανα μεγαλεπήβολα σχέδια… Να κλέψω απ’ το σχολείο καλώδια και τη μπαταρία για το μεγάφωνο του γραμμοφώνου, που τη «γεμίζαμε» με «δυναμό» στου Βλάχου (πριν, αν θυμάσθε, εν είδει πρωτόγονης ανεμογεννήτριας το δυναμό ήταν «αναρτημένο» ψηλά στην πρόσοψη του Αγιοθανάση…).
Εκτός από μπαταρία και καλώδια, για να ολοκληρώσω την ηλεκτρική εγκατάσταση που ονειρευόμουν, χρειαζόμουν μεγαλύτερα και περισσότερα γλομπάκια. Και αυτά ήταν δύσκολο να τα βρω στο χωριό, αλλά όχι ακατόρθωτο, το είχα από καιρό προβάρει στο ραδιούργο μυαλό μου…
Ήταν καλοκαίρι, το μαγαζί του Κόκκορη κλειστό μετά το μεσημέρι, ψυχή στην πλατεία του χωριού και μπροστά απ’ του Βασιλάρα να έχει παρκάρει μια κούρσα συγχωριανού μας απ’ την Αθήνα. Με μια πέτρα σπάζω τα πίσω φανάρια και ξεβιδώνω τα λαμπάκια! Βέβαια από βολτ και βάτ δεν ήξερα πολλά ακόμα, αλλά δεν πρόλαβα και να το σκεφτώ…
Φέροντας εις πέρας το «κακοποιό» μου έργο, γύρισα προς τον Αγιοθανάση… Είχα ακούσει βουή αυτοκινήτου ν’ ανεβαίνει τις στροφές του χωριού, αλλά ήλπιζα να προλάβω και να εξαφανιστώ στο σοκάκι της Γιωργάκαινας… Και τί αυτοκινήτου; Το τζιπ της Αστυνομίας απ’ την Καρύταινα με δυο αστυνόμους! Συνελήφθην περίπου επ’ αυτοφώρω! Με βάζουν στο πίσω κάθισμα και χωρίς κουβέντα κάνουν επί τόπου στροφή.
Τρομοκρατημένος, δεν σκεφτόμουν το κρατητήριο της Αστυνομίας, αλλά τον πατέρα μου, που αν το μάθαινε, με μια ανάποδη θα μου έλυνε ξανά τη μύτη… Δεν φτάσαμε ωστόσο στην Καρύταινα, μπροστά απ’ τον Αγιοταξιάρχη (τότε ο δρόμος περνούσε από ’κει) με κατεβάζουν και πάλι χωρίς κουβέντα με κλείνουν στο ξωκλήσι!
Τους ακούω να σφαλίζουν την πόρτα, το πώς ένοιωσα, εφτά - οχτώ χρονών παιδί, αν μπορείτε να το φανταστείτε… Δεν έκανα και καμιά προσπάθεια για να βγω, φοβούμενος πως παραφυλάνε απ’ έξω. Όπως ύστερα αποδείχθηκε, υποθέτω, με σβηστή τη μηχανή του τζιπ πήραν την κατηφόρα για το ποτάμι.
Θα κάθησα και τρεις ώρες φυλακισμένος του συνονόματού μου Αρχάγγελου με τη ρομφαία, αφού ο ήλιος άρχισε να γέρνει κατά του Δραγουμάν… Ξαφνικά άκουσα βουή αυτοκινήτου να κατεβαίνει απ’ το χωριό. Μετά βίας έβλεπα έξω, απ’ το παραθυράκι, που τότε ήταν ψηλά για μένα στον τοίχο του Αγιοταξιάρχη, αλλά ω του θαύματος σε μια προσπάθειά μου είδα το ταξί του Δημοκλή να σταματάει στην πηγή του Αγίου…
Με μια λαμπάδα που βρήκα στο Ιερόν άρχισα να χτυπάω το τζάμι του παραθύρου και να φωνάζω «Δημοκλή, Δημοκλή!». Δημοκλή τον φωνάζαμε στο χωριό και τα μικρά παιδιά, όχι από έλλειψη σεβασμού σε μεγαλύτερό μας, αλλά γιατί τον νοιώθαμε δικό μας άνθρωπο… Ο φίλος μου ο Δημοκλής απασφάλισε την πόρτα του Αγιοταξιάρχη, με «αποφυλάκισε», μ’ έβαλε στο ταξί του και με γύρισε στο χωριό. Για να μη δώσουμε λαβή, μ’ άφησε στο γεφυράκι πάνω από τη Βρύση, γύρισε και πήρε τον δρόμο για την Καρύταινα. Στη διαδρομή, θυμάμαι πως λέγοντάς του τί πέρασα με τους αστυνόμους και γιατί, δεν μου έκανε ούτε μια παρατήρηση…
Τριάντα τόσα χρόνια ύστερα, υπηρετώντας στη Μεγαλόπολη, όταν χρειαζόταν, πηγαινοερχόμουν στο χωριό με το καινούργιο πλέον ταξί του Δημοκλή. Και φτιάχνοντας εκείνη την εποχή το Τέμπλον του Αγιοταξιάρχη, στο μυαλό μου έρχονταν και ξανάρχονταν εκείνες οι σκηνές και η μορφή του καλοσυνάτου εκείνου ανθρώπου. Όπως και σήμερα. Καλές κούρσες, φίλε μου, στους δρόμους του ουρανού…