Ας διαβάσουμε και κάτι άλλο τη μέρα της σχόλης μας! Ο συγγραφέας του γεννήθηκε στα Λεχαινά της γειτονικής Ηλείας το 1865 και ετελεύτησε τον βίο ακριβώς έναν αιώνα πριν, σαν χθες 22 Οκτωβρίου (κατ’ άλλους σαν αύριο 24 Οκτωβρίου) του 1922. Στρατιωτικός γιατρός το επάγγελμα, αποστρατεύτηκε λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας (φυματίωση του λάρυγγος), που του στοίχισε και τη ζωή σε ηλικία 57 ετών.
Αφοσιώθηκε στη συγγραφή και υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ελληνικής ηθογραφίας, μαζί τον Παπαδιαμάντη και τον Βιζυηνό. Και ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του ελληνικού νατουραλισμού (οι ήρωές του δρούν κυρίως υπό την επίδραση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών).
«O ζητιάνος» (1896) του Ανδρέα Kαρκαβίτσα, ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του ελληνικού 19ου αιώνα, κινείται μεταξύ νατουραλισμού και λαογραφικής ηθογραφίας και ύστερα από 125 τόσα χρόνια ξαναέρχεται απρόσμενα στην επικαιρότητα…
ΚΑΤΩ από τ’ ασπρόμαλλα εκείνα μέτωπα, που εταπείνωσεν ο πολυκαιρινός εξευτελισμός, κάτω από τα πρόσωπα εκείνα, που παραμορφωμένα επέτρωσεν η αδιάκοπη πλαστοπροσωπία, εμπρός στις σακατεμένες κορμοστασιές, που παράλλαξεν όχι του χρόνου το γοργοτρέξιμο, όχι της αρρώστιας η κρυφή ενέργεια, όχι του καιρού η ξαφνική επιρροή, αλλά το πείσμα, εγυμναζόταν η νεολαία, η ελπίδα και χαρά του χωριού, να είναι άξια, αν όχι καλύτερη των πατέρων της…
Τα παιδιά κρατώντας και από ένα μπαστούνι εγύριζαν χεροπιαστά κι επροσποιούνταν από μια σωματική βλάβη. Ένα έκανε τον κουτσό και ανεβοκατέβαζε το κορμί του σε κάθε βήμα, σαν το έμβολον ανάμεσα στα μετάλλινα πλευρά της τρόμπας. Άλλο έκανε τον θεότυφλο κι εβημάτιζε ρίχνοντας εμπρός το μπαστούνι, πασπατεύοντας με την άκρη του τη γη, μήπως τύχει έξαφνα ψήλωμα ή λάκκωμα, κρεμνός ή όχτος, κοτρόνι ή κορμόδενδρο, και πέσει και τσακισθεί ο ταλαίπωρος! Κι έδειχνε ζωγραφιστή στο πρόσωπό του την αμφιβολία και τον τρόμον ενός τυφλού. Τρίτο έκανε τον παράλυτο. Ακουμπούσε στη γη τις δύο παλάμες, εσήκωνε με πηδήματα γοργοπόδαρου λαγού τα νεκρά και αλύγιστα ποδάρια του, σύνωρα* ψηλώνοντας τα μάτια καθαρά και άδολα και χύνοντας στο δροσοπεριχυμένο πρόσωπο θλίψην ήμερη και ασκητικήν, υπομονή στου Θεού το θέλημα, του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου!…
Άλλο, νεραϊδοπαρμένο τάχα, εψήλωνεν ολόρθο το κορμί κι εβάδιζε με ολότρεμο σώμα κάνοντας ένα βήμα εμπρός και δύο πίσω και τρία δεξιά, αριστερά τέσσαρα κι εβημάτιζε με τρέμουλα όλων των μελών, λες και είχε τους αρμούς ξεχαρβαλωμένους. Άλλο έκανε τον μονοπόδαρο κι εταλάντευε το σώμα του ανάμεσα στις πατερίτσες, σαν βρωμερό κουρέλι στο ανεμοφύσημα. Και άλλα δέκα-είκοσι έκαναν άλλες δέκα-είκοσι αρρώστιες σωματικές, πολλές υπαρκτές και πολλές ανύπαρκτες ακόμα στον κόσμο.
Ενώ τα παιδιά έτσι εγυμνάζονταν, για ν’ απατήσουν τα φιλάνθρωπα αισθήματα των συνόμοιών τους αργότερα, ένας από τους γερόντους, παιγνιδιάρης ξακουσμένος και γλυκόφωνος, ορθοκρατώντας τρίχορδη λύρα στα γόνατα, εφρόντιζε με το τραγούδι να ελαφρώνει τους σημερινούς κόπους και να δείχνει αξιοζήλευτη και τρισευτυχισμένη τη μέλλουσα ζωή τους…
Σ’ αυτό το μοναδικό σχολείον ο Τζιριτόκωστας γρήγορ’ αναδείχθηκε κι εθαυμάσθηκε. Δεκαχρονίτης δεν ήταν ακόμη και άρχισε να πλουτίζει με νέους βηματισμούς αλλόκοτους και αφύσικους τον κουτσοκουλόστραβο χορό. Να προσθέτει στα ζητιάνικα τραγούδια του νέα μέτρα και πρωτάκουστα ζητήματα. Η σεβαστή μορφή των γερόντων, που έκαναν τη Δωδεκάδα του χωριού, έφριξεν από απορία και χαρά για το νέον άστρο που ανέτειλε τριλαμπές να φωτίσει την πατρίδα τους…
ΣΑΝ ΠΟΥΛΑΡΙ ασέλωτο που γοργοτρέχει στον κάμπο, έτρεχεν ο νους του γεροζήτουλα στα περασμένα κι έβλεπε ένα με τον άλλον τους προγόνους αφανισμένους από την κακοπάθεια και αγνώριστους από την ψευτιά. Πόσα υπόφεραν οι δύστυχοι, για να φέρουν εκεί που έφεραν την οικογένειά τους! Ξυλιές έφαγαν, δαγκώματα μαντρόσκυλων εβάσταξαν, κλότσους αλόγων, σπρωξιές και γροθοκοπήματα μεθυσμένων. Άκουσαν σφυρίγματα των παιδιών του δρόμου, πιάτα ολάκερα είδαν να σπάσουν στα κεφάλια τους από δουλικά. Με κάτουρα να περιχυθούν, με κόπρο ν’ αλειφθούν εβάσταξαν.
Επέρασαν ακούραστοι θάλασσες και ποτάμια. Κάμπους και όρη και βουνά εδρασκέλισαν. Σε χώρες και χωριά και καλυβάκια εκόνεψαν*. Εδέχθηκαν την πλούσια ελεημοσύνη του άρχοντα και το μονόλεφτο της χήρας. Έφαγαν τ’ αποφάγια του αφέντη και του δούλου. Έπιαν το απόπιμα του γερού και του αρρώστου. Εκοιμήθηκαν στον στάβλο και τον αχερώνα, εμπρός στο κατώφλι της πόρτας και τον νάρθηκα της εκκλησιάς, στου βουνού το διάσελο και στο γούπατο* κατακαμπίς. Αληθινά, τί υπόφεραν οι δύστυχοι, τί υπόφεραν!
AΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ, «Ο ζητιάνος» (αποσπάσματα), 1896
* σύνωρα, ταυτόχρονα - εκόνεψαν, διανυκτέρευσαν - γούπατο, βαθούλωμα.