Σαν σήμερα, από τα ξημερώματα 4 έως 8 τού Μάρτη τού '44, η Κοκκινιά έζησε πέντε από τις πιο τραγικές μέρες τής πολύχρονης ιστορίας της.
Έγινε στόχος «συμμαχικών» εχθρικών δυνάμεων, από Ναζί, χωροφύλακες, ταγματασφαλίτες, που είχαν συγκροτηθεί από τη δοσίλογη κυβέρνηση Ράλλη και είχε εξοπλιστεί από τους Γερμανούς, καθώς και από τους τσολιάδες τού Πλυντζανόπουλου, του Σγούρου, του Γκίνου και του επικεφαλής τού μηχανοκίνητου τμήματος τής αστυνομίας Μπουραντά.
Οι αντιφασιστικές κινητοποιήσεις τής Κοκκινιάς κατέχονταν από ένα ιδιαίτερα αγωνιστικό πνεύμα, λόγω τής εργατικής σύνθεσης τής πόλης, της οποίας ο αγώνας είχε ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Οι Γερμανοί γνώριζαν πως χτυπώντας τήν Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αγωνιστικό κίνημα. Για τον λόγο αυτό, η Μάχη της Κοκκινιάς είναι η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη.
Γερμανικές δυνάμεις, σε συνεργασία με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες, θέτουν στο στόχαστρό τους την πόλη, η οποία αντιστέκεται πεισματικά με πρωτομάχους το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα τού ΕΛΑΣ, τα μέλη τού ΕΑΜ, τους αγωνιστές τής ΕΠΟΝ και κυρίως τη συντριπτική πλειοψηφία τού λαού τής Κοκκινιάς.
Στο πρόσωπο τής πόλης που ανάθρεψε πλήθος ανταρτών και διέθετε ένα οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα επιχειρήθηκε από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους να καμφθεί τό αντιστασιακό φρόνημα τού ελληνικού λαού, που πάλευε για την εθνική απελευθέρωση και ταυτόχρονα να στρέψει προς όφελός του τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις. Η μάχη τής Κοκκινιάς εν τέλει έληξε με την αποχώρηση τών εισβολέων Γερμανών.
Στον αγώνα που έδωσε ο ελληνικός λαός κατά τών γερμανών κατακτητών, η μάχη τής Αθήνας, τού Πειραιά και των συνοικιών με πρώτη την Κοκκινιά έπαιξε κυρίαρχο και αποφασιστικό ρόλο.