.
Ο χειμώνας ενός Ατσιχωλίτη εις Μικρασίαν…

Εἰς τό ἰδιόγραφον ἀπό Ιανουαρίου 1923 μέχρι Μαΐου 1948 βιβλίον τοῦτο, καταγράφω ἐν λεπτομερείᾳ τά σπουδαιότερα τῆς ζωῆς μου γεγονότα καί δή τοῦ στρατιωτικοῦ μου βίου, ἅτινα εἶχον ἄμεσον ἤ ἔμμεσον ἐπίδρασιν ἐπί τῆς ζωῆς καί τοῦ χαρακτῆρος μου, ἐν ὀλίγοις δέ καί τῆς μέχρι σήμερον καί ἐφ’ ὅσῳ μακροημερεύσω πολιτικῆς μου πεποιθήσεως.

Ἡ πολιτική τῆς Ἑλλάδος ἤλλαξε. Ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος διενήργησε βουλευτικάς ἐκλογάς, ἀπωλέσας παρ’ ἐλπίδα τήν ἀρχήν ἀνεχώρησε διά τό ἐξωτερικόν. Τήν διακυβέρνησιν ἀνέλαβεν ὁ Δημήτριος Γούναρης, ἐπαναφέρων ἐκ τῆς ἐξορίας τόν Βασιλέα Κωνσταντῖνον. Ἡ φωτιά ὅμως εἰς Μικρασίαν εἶχεν ἀνάψει, χωρίς νά ἦτο φυσικόν νά σβήσῃ αὐτομάτως. Τοιουτοτρόπως ἡ Ἑλλάς εὑρέθη εἰς τήν ἀνάγκην νά καλέσῃ ὑπό τά ὅπλα τούς πρό ὀλίγον ἀπολυθέντας στρατευσίμους, μέχρι καί τῆς κλάσεως 1912.

Ἐπαρουσιάσθην αὐτόχρημα εἰς Τρίπολιν, λαβών προσωρινήν ἀδείαν, ἐν ὄψει μακρᾶς ἀπουσίας. Κατά τήν ὀλιγοήμερον ὅμως ἐν Ἀτσιχώλῳ παραμονήν μου, αἱ οἰκογενειακαί ἀνάγκαι καί ἡ σεβαστή μου μητέρα μ’ ἐξηνάγκασαν νά ὑπανδρευθῶ εἰς τάς 10 Ἰανουαρίου 1921 τήν δίδα τότε Βασιλικήν τό γένος Νικολάου Τσουτσάνη.

Μετά τρεῖς ἡμέρας, ὑπείκων εἰς τήν ἀνάγκην της πατρίδος, ἥτις διά πολλοστήν φοράν μ’ ἐκάλεσεν ὑπό τά ὅπλα, ἐγκαταλείπω τήν νεαράν σύζυγον καί τήν γραῖαν μητέρα καί ἀναχωρῶ περίλυπος…

Στρατιωτικό μυστικό!

Τάς ἑορτάς τῶν Χριστουγέννων καί τάς πρώτας ἡμέρας τοῦ νέου ἔτους 1922 ἑορτάσαμεν εἰς Μικρασίαν, καθημερινῆς πιπτούσης πυκνῆς χιόνος. Ἀκίνητος ἕνεκα τῆς ὑπηρεσίας προσεβλήθην ὑπό κρυοπαγημάτων. Στρῶμα τῆς κλίνης εἶχον δύο σάκκους, κλινοσκέπασμα ἕν τεμάχιον (κουρέλι) κουβέρτας καί τήν μισοτριμμένην χλαίνην μου. Κάρβουνα εἴχομεν τουρκικές σβουνιές, τάς ὁποίας παρεσκεύαζον οἱ Τοῦρκοι εἰς καλούπια, ὁμοιάζοντα εἰς καρβέλια, ἀπό κοπριάν βοδιῶν καί βουβάλων.

Ἡ σπιτονοικοκυρά μας γραῖα Ἀσουμάν (εἰς τήν γλῶσσαν μας «οὐρανός») Χανούμ μέ τά ἐγγονάκια της, τόν Μεμέτ Ἀλῆ καί τόν Σουλεϊμᾶν Ἀλῆ, ἐκάθητο εἰς τόν παραπλεύρως ἀχυρῶνα καί εἰς ἰδιαίτερον διαμέρισμα. Εἶχε παιδί εἰς τόν κεμαλικόν στρατόν. Τῆς ἔδιδα φαγητό, ἐκείνη δέ μοῦ ἔδιδε σβουνιές διά τήν θέρμανσίν μου.

Ἔξωθεν τῆς κατοικίας μας ἔκειτο μεγάλη τεχνητή λίμνη στρογγύλη, ὥστε νά πίνουν τά βόδια καί βουβάλια των νερό, ἐπειδή τό χωριό δέν εἶχε ὕδρευσιν, ἐξ οὗ καί τό ὄνομα αὐτοῦ Σουσούζ (εἰς τήν τουρκικήν «χωρίς νερό»). Ἡ λίμνη ἐπάγωνε καί ἐξερχόμενος τήν πρωΐαν προς νίψιν εἰς τό παρακείμενον πηγάδι, ἤρχιζα τήν γυμναστικήν ἐκσφενδονίζων πλακοῦλες ἐπί τῶν κρυστάλλων της ἐξικνουμένας εἰς τήν ἀντίπεραν ὄχθην.

Καθ’ ἑσπέραν φέρων τόν ὑπηρεσιακόν φανόν μετέβαινον εἰς τόν σταῦλον τῆς Ἀσουμάν Χανούμ καί ἐθήρευα τά ἐκεῖ κουρνιασμένα σπουργίτια, εὐκόλως μέ μίαν βεργούλα. Οἱ σύντροφοι στρατιώται παρεσκεύαζον διά τούτων συσσίτιον εἰς αὐγά τηγανισμένα, ἀγνοοῦντες τήν προέλευσίν των. Kρατών δι’ εαυτόν ὡς στρατιωτικόν μυστικόν τό τέχνασμα τοῦ κυνηγίου μου…

ΑΡΓΥΡΙΟΣ Δ. ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ἐξ Ἀτσιχώλου Γορτυνίας
Τά ἀπομνημονεύματα τοῦ στρατιωτικοῦ μου βίου (ἀνέκδοτα ἀποσπάσματα)
Το σχόλιό σας...

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *