.
Μια καλοκαιρινή ιστορία το καταχείμωνο…

Απ’ το Δημοτικό ακόμα θυμάμαι, μια μέρα περίμενα πως και πως σαν να ήταν Πάσχα, Χριστούγεννα, Αγιοθανασιού και της Παναγίας. Τη θυμήθηκα ξανά σήμερα μπροστά σ’ ένα ζεστό πιάτο σούπας στο τραπέζι… Τη μέρα που η μάνα μου θα έφτιαχνε χυλοπίτες! Στο τέλος εκείνης της μέρας φτιάχναμε και δίπλες με μέλι και καρύδι… Και τρελαινόμουνα!

Έβγαλα το Δημοτικό και πήγα στο Γυμνάσιο στη Δημητσάνα. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, Ζάτουνα, Μάρκου, Μπαρμπανίτσα, Καραμπάτσου, τέσσερις ώρες δρόμο, ξαγναντεύαμε στο χωριό, όλα τα παιδιά και δυο - τρία κορίτσια… Μου πήρε καιρό, μεγάλος πια που ανακατεύτηκα με κάτι ζερβούς που ’λεγε η γιαγιά μου η Βασίλω, να λέω το «πολιτικά ορθό», αγόρια και κορίτσια!

Μόλις έφτανα στο χωριό, η πρώτη κουβέντα που άλλαζα με τη μάνα μου… Πότε θα φτιάξουμε χυλοπίτες! Για να φας δίπλες, κερατούκλη… Χωρίς άλλο, αλλά εγώ είχα ανακαλύψει και άλλο γλυκό στη μικρούλα ακόμα ζωή μου, πιο γλυκό απ’ το μέλι.

Και ερχότανε κάθε χρόνο απαράβατα εκείνη η ευλογημένη μέρα. Η μάνα μου στο πόδι απ’ τα χαράματα, να μην υπολογίσουμε τις προεργασίες απ’ τις περασμένες μέρες. Να αλέσει το σιτάρι για τ’ αλεύρι που χρειαζότανε στο μύλο του μπαρμπα-Κανέλλου… Να μαζέψει το γάλα και τ’ αυγά. Μια οκά γάλα, δέκα - δώδεκα αυγά έλεγε, αν θυμάμαι καλά… Τώρα, αν άλλαξε αυτή η αναλογία, όταν ο Καραμαλής έβαλε το κιλό στη ζωή μας, αυτό δεν το θυμάμαι καθόλου.

Ύστερα, αν όχι πρωτύτερα, να έχει κλείσει τη μαστόρισα που θ’ άνοιγε το φύλλο. Κατά προτίμηση τη θεια-Πούλω. Και αν η θεια-Πούλω ήτανε για μέρες κλεισμένη από άλλες νοικοκυρές, τόσα σπίτια ανοιχτά τότε στο χωριό… Να πούμε στη θεία Δημήτρω. Πιο νέα βέβαια εκείνη, αλλά πολλά μαθημένη απ’ τη μάνα της τη γρια-Μπαλάσαινα, τη γενική μαστόρισα του χωριού, κοντά στ’ άλλα και μαμή. Και η Φωτεινή του Βασιλάρα άνοιγε φύλλο για χυλοπίτες… Μα η θειά της η θεια-Πούλω ήταν η απαράμιλλος καλλιτέχνις του σοφρά και του μπλάστη στο χωριό.

Καθώς ο ήλιος αχνοφαινόταν πάνω απ’ το Ραπούνι, κατέφθανε η θεια-Πούλω. Ξάπλωνε δίπλα στο παραγώνι, περνούσε τα πόδια κάτω απ’ το σοφρά και άδραχνε τον μπλάστη. Εγώ στην άλλη πλευρά του παραγωνιού, όπου είχαμε στημένο ένα κρεβάτι με στρίποδα και τάβλες και αχυρένιο στρώμα, έπαιρνα θέση. Στη γωνιά του κρεβατιού με τη μαξιλάρα αγκαλιά, τ’ άσπρο αθλητικό φανελάκι και το κοντό μπλέ παντελονάκι της γυμναστικής, που μου είχε ο πατέρας μου παρμένο απ’ τον Λεονάρδο στη Δημητσάνα…

Το πρώτο φύλλο ανοιγότανε στο σοφρά. Τό ’παιρνε η μάνα μου σαν να κρατούσε μωρό στα δυό της χέρια και τ’ άπλωνε στο μεγάλο κρεβάτι της σάλας. Να στεγνώσει ώσπου να γίνει σαν χαρτί. Να διπλωθεί στα δύο, στα τέσσερα, στα οχτώ… Να κοπεί στα δύο και στα εκατόν δύο! Σε λωρίδες και σταυρωτά. Σ’ εκείνα τα μικρούτσικα ζυμαρένια τετραγωνάκια, τις χυλοπίτες μας! Ν’ απλωθούν ύστερα πάνω στ΄ άσπρα σεντόνια. Να ξεραθούν, να μαζευτούν στις μακρόστενες λευκές σακούλες, στο κάτω ντουλάπι του μπουφέ. Ίσαμε τον άλλο χρόνο…

Το κόψιμο ήταν δουλειά των κοριτσιών, που φτάνανε σιγά - σιγά απ’ τη γειτονιά και τις συγγένειες. Σκυμένες πάνω στο μεγάλο τραπέζι του χειμωνιάτικου, με την πλάτη στη μισάντρα και τα κοφτερά μαχαίρια τους να πηγαίνουν πέρα - δώθε, έκοβαν μαζί και την ανάσα μου! Προτού διαβάσω Καζαντζάκη, ο ζεστός νοτιάς, που φυσούσε πέρα απ’ το μεγαλοπολίτικο Μισίρι, μέστωνε και στο χωριό μας τα περιβολικά, τα φρούτα και τα στήθια των κοριτσιών…

Έτσι περνούσε εκείνη η μέρα. Ανάμεσα στις χυλοπίτες, τ’ αφράτα ντεκολτέ των κοριτσιών και τις δίπλες! Μια απ’ αυτές τις μέρες, είχα πια μπει για τα καλά στα δεκατέσσερα, με το μαξιλάρι αγκαλιά, μέσα σ’ εκείνη τη γλυκιά από κάθε άποψη ατμόσφαιρα που δεν ξανάζησα στη ζωή μου, λάγνα αποκοιμήθηκα.

Και ξύπνησα, απ’ το όνειρο! Τρίβοντας τα μάτια μου αντίκρυσα πάνω μου πεντ’ έξι κοπελιές, μπορεί και παντρεμένες, να μην ειπώ ονόματα τώρα, θά ’ναι πέντε με δέκα χρόνια μεγαλύτερές μου και εγώ κοντά εβδομήντα πέντε… Με μια δίπλα στο χέρι η καθεμιά, να κρυγογελάνε. Τί βλέπανε; Ό,τι είχα ζήσει πρωτύτερα και εγώ στο πιο γλυκό όνειρό μου! Εκείνη την ευλογημένη και τελευταία για μένα μέρα στο χωριό, που η μάνα μου έφτιαξε χυλοπίτες…

Μ.
Σχόλια (2)
  1. Σωτηροπούλου Παναγιώτα says:

    Θυμάμαι και εγώ αυτές τις υπέροχες συναθροίσεις στο σπίτι της μάνας μου με αρχηγο τη θειά μου την Άνθη στον μπλάστη…

  2. Άννα Στεφούλη says:

    Μοσχομύρισε χυλοπίτες… και αναμνήσεις… Παντού τα ίδια. Τυχεροί που τα ζήσαμε!

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *