Να τό αντιστρέψουμε. Πώς να ένοιωθε άραγε ο κυρ Αλέξανδρος αν τού στερούσαν τά Χριστούγεννα; Αν τον έκλεινε χριστουγεννιάτικα στο καμαράκι του το «λοκδάουνον», όπως ίσως το εξελλήνιζε στην επάρατο κεκαθαρμένη, πλην οικεία μας γλώσσα του. Αν δεν άκουγε τά χαμίνια τού Ψυρρή να τού τραγουδούν τά κάλαντα. Και τί χριστουγεννιάτικα διηγήματα να έγραφε πάνω στα σακουλόχαρτα που τον προμήθευε ο Τριπολιτσιώτης ταβερνομπακάλης Κεχριμάνης;
Γιατί, τα Χριστούγεννα τού οσίου Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη δεν λειτουργούν (γι' αυτό γράφτηκαν;) προς τόνωση τής θρησκευτικής κατάνυξης και συγκίνησης, όπως θέλουμε να πιστεύουμε. Ούτε ως ευκαιρία εξαγωγής διδαγμάτων για πάσης φύσεως ηθικολογική ("αστική") κατήχηση...
ΤΡ.
Ο Παπαδιαμάντης αντιμετωπίζει τα Χριστούγεννα, όπως και κάθε άλλη θεματογραφία του, από την οπτική τού λαϊκού βιώματος, που αποδίδεται ακριβώς όπως έχει, χωρίς εξιδανικεύσεις, διδακτισμό ή τυμπανοκρουσίες. Οι γιορτές είναι ή τουλάχιστον ήσαν αναπόσπαστο μέρος τής ζωής τών ανθρώπων, ολοκληρώνοντας τήν εικόνα της τόσο σε κοινωνικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Ο ανθρώπινος μόχθος, τα πάθη, η δυστυχία, η αδυναμία τών χαρακτήρων, το χρήμα που διαφθείρει, η σκληρότητα, όλα εκείνα που συνθέτουν το ανθρώπινο πανηγύρι (με την έννοια και τής αενάου επιστροφής), θα ήταν αδύνατον να λείπουν από τα παπαδιαμαντικά Χριστούγεννα.
Οι λογοτεχνικές υπερβολές, που θέλουν τούς ανθρώπους να μεταλλάσσονται ή να αποκτούν διαστάσεις αγιοσύνης επηρεασμένους από το «πνεύμα τών Χριστουγέννων», δεν ανήκουν στον Παπαδιαμάντη. Στο «Χριστόψωμο», η γριά Καντάκαινα προσφέρει στη νύφη της «φαρμακωμένο χρυστόψωμον», προκειμένου να τήν ξεκάνει! Όταν τελικά, από λάθος, το τρώει ο γιος της και «ενομίσθη ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος…», η Καντάκαινα δεν λέει κουβέντα και βυθίζεται στα δυστυχή γηρατειά της.
Ο Παπαδιαμάντης δεν έχει στόχο να μεμψιμοιρήσει εστιάζοντας στη συμφορά, αλλά να αναδείξει τήν αγάπη προς τον ανώνυμο άνθρωπο τού μόχθου, που αγωνίζεται να επιβιώσει. Στη «Σταχομαζώχτρα», η θειά - Αχτίτσα «έπλεεν υπερπόντιος και διεπεραιούτο εις Εύβοιαν, περιεφρόνησε το ονειδιστικόν επίθετον τής καραβωμένης, όπερ εσφενδόνιζον άλλα γύναια κατ’ αυτής, διότι όνειδος ακόμη εθεωρείτο τό να πλέει γυνή εις τα πελάγη». Στον «Χαραμάδο», ο καπετάν Ηρακλής είναι πανευτυχής που πέτυχε ευνοϊκό άνεμο και επέστρεψε στη Σκιάθο απ' τη Θεσσαλονίκη για τα Χριστούγεννα και ας μην πούλησε τό εμπόρευμα.
Η εξασφάλιση τού γιορτινού τραπεζιού και λίγα ξύλα για το τζάκι είναι απολύτως αρκετά. Και αν αυτά συνοδευτούν από κανένα καινούργιο «πανωφόριον ή υποκάμισον», τότε η απόδραση προς την ευτυχία, οι ευχές, η αισιοδοξία αγγίζουν τό ανείπωτο. «Στο Χριστό στο Κάστρο», ο παπα - Φραγκούλης παρασύρει τούς πάντες στο παράτολμο εγχείρημα, να μεταβούν στα Κάστρο και να κάνουν λειτουργία, με υπόρρητο σκοπό, να απεγκλωβίσουν το Γιάννη τον Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς, που τους έκλεισε εκεί το χιόνι.
Από το χριστουγεννιάτικο πανηγύρι δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει η ιλαρότητα και η κωμωδία. Στα «Χριστούγεννα τού τεμπέλη», ο μαστρο - Παύλος ο Πισκολέτος καταφεύγει «στην ταβέρνα τού Πατσοπούλου, διωγμένος από τη γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρα - Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος θείος του εδίδασκεν επιμελώς... πώς να μουτζώνει, να υβρίζει, να βλασφημεί και να κατεβάζει κάτω Σταυρούς, Παναγίες, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα...».
Ο χριστουγεννιάτικος Παπαδιαμάντης, όπως σε όλο το έργο του, είναι συνθέτης τού πανανθρώπινου κονσέρτου. Η σκληρή όψη τής φτώχειας, της τοκογλυφίας και της απονιάς γίνεται ένα με τον ηρωισμό, τη γενναιοδωρία και την αυταπάρνηση. Τα βάσανα, η στέρηση, ο φόβος, οι κακουχίες, η απώλεια, η χαρά και το γέλιο, με δυο λόγια η ευτυχία και η δυστυχία, είναι τα εργαλεία τού μεγάλου δημιουργού.
Παραμονή, αυτά τα ανθρώπινα Χριστούγεννα σάς ευχόμαστε, όπου και αν βρίσκεστε κλεισμένοι! Και σ' όποιον Χριστό ή Μαρξ πιστεύετε...