Γιορτή σήμερα, ας πούμε κάτι άλλο, ν' ανασάνουμε απ' όσα συμβαίνουν γύρω μας. Αν δεν μελαγχολήσουμε, από νοσταλγία. Το παρελθόν είναι ένας άλλος τόπος, εκεί τα πράγματα συμβαίνουν αλλιώς, είπε κάποιος...
Mε παρακάλεσε προχτές μια ηλικιωμένη γειτόνισσα να τής κουβαλήσω δυο λίτρα γάλα και σαράντ' αβγά σ' ένα εργαστήριο ζυμαρικών, εδώ στην Τρίπολη, να φτιάσει χυλοπίτες, αλεύρι θά 'βρισκε εκεί μού είπε. Αναπόφευκτα θυμήθηκα το χωριό και πώς φτιάναμε τότε χυλοπίτες. Αναπόφευκτοι και οι συνειρμοί.
Απ’ το Δημοτικό θυμάμαι ακόμα, σαν τέλειωνε η σχολική χρονιά ένα πράγμα είχα στο μυαλό μου. Πότε θα φτιάσει η μάνα χυλοπίτες! Τ’ απομεσήμερο, μιας και ανοιγότανε φύλλο, έφτιανε και δίπλες με μπόλικο καρύδι και μέλι… Μετά το Δημοτικό πήγα στη Δημητσάνα στο Γυμνάσιο, αρχές τής δεκαετίας τού ’60 μιλάμε τώρα. Στο τέλος τής σχολικής χρονιάς γύριζα στο χωριό, τέσσερις ώρες δρόμο, ο ήλιος να σ’ έχει χτυπήσει κατακούτελα και η πρώτη κουβέντα που άλλαζα με τη μάνα… Πότε θα φτιάσουμε χυλοπίτες; Για να φας δίπλες, κερατούκλη! Έκανα πως συμφωνούσα, με τον καιρό είχα ανακαλύψει άλλο γλυκό απ’ το μέλι
Και ερχόταν κάθε χρόνο απαράβατα εκείνη η ευλογημένη μέρα. Η μάνα στο πόδι απ’ τα χαράματα. Χωρίς να υπολογίσουμε τις προεργασίες απ’ την προηγούμενη και τις περασμένες μέρες. Να πλύνει, ν’ αλέσει το σιτάρι για τ’ αλεύρι που χρειαζότανε στο μύλο τού μπαρμπα - Κανέλλου. Ν’ αγγειάσει το γάλα, να μαζέψει τ’ αβγά… Τόσο αλεύρι, δεκαπέντε - είκοσι αβγά, μια οκά γάλα, αν θυμάμαι καλά. Αν τη δυσκόλεψε η αναλογία απ’ όταν ο Καραμανλής μάς έκανε την οκά κιλό, δεν το θυμάμαι.
Ύστερα, αν όχι πρωτύτερα, να έχει κλείσει τη γυναίκα που θ' άνοιγε το φύλλο. Κατά προτίμηση τη θεια - Πούλω. Κι αν η θεια - Πούλω ήταν κλεισμένη από άλλες νοικοκυρές, τόσα σπίτια ανοιχτά τότε στο χωριό… Να φωνάξουμε τη θεία Δημήτρω. Νεώτερη βέβαια εκείνη, αλλά πολλά μαθημένη από τη μάνα της, τη γρια - Μπαλάσαινα, τη γενική μαστόρισα τού χωριού, κοντά στ' άλλα μαμή και νοσοκόμα. Και η Φωτεινή τού Βασιλάρα άνοιγε φύλλο. Μα η θειά της η Πούλω ήταν η απαράμιλλος καλλιτέχνις τού σοφρά και τού μπλάστη σ’ όλο το χωριό.
Καθώς χάραζε πάνω απ’ το Ραπούνι, κατέφθανε η θεια - Πούλω. Καθόταν κατάχαμα δίπλα στο παραγώνι, περνούσε τό σοφρά πάνω απ’ τα πόδια της και άδραχνε τό μπλάστη. Στην άλλη μεριά τού παραγωνιού, στο κρεβάτι που είχαμε στημένο με στρίποδα και τάβλες και αχυρένιο στρώμα, εγώ έπαιρνα θέση. Με τ’ αθλητικό φανελάκι και το κοντό παντελονάκι που μού είχε παρμένα ο πατέρας απ’ τον Λεονάρδο στη Δημητσάνα για τη Γυμναστική. Αγκαλιά με τη μαξιλάρα, η γάτα δίπλα μου να γουργουρίζει.
Το πρώτο φύλλο ανοιγότανε πάνω στο σοφρά. Τό ’παιρνε η μάνα σαν μωρό στα δυο της χέρια και τ’ άπλωνε στο κρεβάτι τής σάλας. Να στεγνώσει πάνω στ' άσπρο σεντόνι. Να διπλωθεί ύστερα στα δύο, στα τέσσερα… Να κοπεί στα δύο και στα εκατόν δύο! Σε λωρίδες και σταυρωτά. Πάνω στο μεγάλο τραπέζι τού χειμωνιάτικου. Σ' εκείνα τα ζυμαρένια τετραγωνάκια... Ν’ απλωθούν ξανά πάνω στ' άσπρα σεντόνια. Να στεγνώνουν καλά. Να μαζευτούν ύστερα στις άσπρες σακούλες που είχε ραμμένες η μάνα επί τούτο. Και να μπουν στο κάτω ντουλάπι τού παλιού μπουφέ, που ποτέ δεν ρώτησα πώς είχε βρεθεί εκεί, σ' ένα χωριάτικο σπιτικό. Ίσαμε τον άλλο χρόνο.
Το κόψιμο ήταν δουλειά τών κοριτσιών απ’ τη γειτονιά και τις συγγένειες, πέντε με δέκα χρόνια μεγαλύτερές μου. Σκυμμένες πάνω στο στενόμακρο τραπέζι τού χειμωνιάτικου, με την πλάτη στη μισάντρα, τα κοφτερά μαχαίρια να πηγαίνουν πέρα - δώθε. Να κόβουν μαζί με τις χυλοπίτες την ανάσα μου! Προτού διαβάσω Καζαντζάκη, ο ζεστός νοτιάς, που φυσούσε πέρα απ’ το μεγαλοπολίτικο Μισίρι, μέστωνε και στο χωριό μας τα περιβολικά, τα λίγα φρούτα και τους κόρφους τών κοριτσιών...