Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου...

Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη...

Τον Μάη τού 1936 οι εργάτες τής Θεσσαλονίκης κατέβηκαν σε απεργία διεκδικώντας καλύτερα μεροκάματα. Η αστυνομία πυροβόλησε πάνω στους άοπλους απεργούς, σκοτώνοντας δώδεκα και τραυματίζοντας εκα­τοντάδες. Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες δημοσίευαν τή φωτογραφία μιας μαυροφορεμένης μάνας, που θρηνούσε στον δρόμο, γονατισμένη πάνω από το πτώμα τού γιου της. Ο Τάσος Τούσης, ο 30χρονος απεργός αυτοκινητιστής, ήταν ένας από τους νεκρούς τών συγκρούσεων τής 9ης Μαΐου 1936 στη Θεσσαλονίκη.

"Η φωτογραφία αυτή υπήρξε ισχυρός ερεθισμός για τον ποιητή. Ο Γιάννης Ρίτσος αγοράζει τήν εφημερίδα. Γυρίζει στο σπίτι του, στην οδό Μεθώνης, στη σοφίτα του, την επιπλωμένη μ' ένα άσπρο σιδερένιο κρεβάτι, μια καρέκλα και ένα μπαούλο. Κλείνεται μέσα δυο μέρες και δυο νύχτες. Την αυγή τής τρίτης μέρας κάνει αιμόπτυση... Ο Επιτάφιος μόλις γεννήθηκε» (Πιερά Ζεράρ, «Η μακριά πορεία ενός ποιητή», Εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1978).

Τρία από τα άσματά τού «Επιτάφιου» δημοσιεύτηκαν δυο μέρες ύστερα, στις 12 Μαΐου τού 1936, στον "Ριζο­σπάστη», με τον τίτλο «Μοιρολόι». Λίγους μήνες αργότερα το καθεστώς Μεταξά έριξε σε δημόσια πυρά, μπροστά στους Στύλους τού Ολυμπίου Διός, πλήθος βιβλίων. Ανάμεσα σ' αυτά ήταν και τα τελευταία από τα δέκα χιλιάδες αντίτυπα τής πρώτης έκδοσης τού «Επιτάφιου» τού Γιάννη Ρίτσου. Νέα έκδοση τού «Επιτάφιου» δεν μπόρεσε να γίνει παρά μόνο μετά από είκοσι χρόνια...

ΤΡ.
9 Μαΐου 2021
Επεξεργασία