.
Χριστός ανέστη! Με Υγεία…

Η ιδέα ανήκε στον δάσκαλο… M’ όποιον κάτσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις! Φυσική Ιστορία είχαμε ’κείνη τη μέρα. Άμα κάνετε χου… τον καπνό απ’ το τσιγάρο σ’ έν’ άσπρο μαντήλι, το μαντήλι θα κιτρινίσει, μάς είπε. Αμ’ έπος αμ’ έργο. Στο σχόλασμα στείλαμε τον Παναγιώτη στο μαγαζί του Κόκκορη ν’ αγοράσει. Για τον πατέρα του τάχα… Δέκα, «Έθνος» χύμα, τυλιγμένα σε χαρτί εφημερίδας.

Τ’ απομεσήμερο κατεβήκαμε στη βρύση. Ησυχία, οι μανάδες και οι μεγάλες αδερφές μας είχαν πιάσει νερό απ’ το πρωί. Ανάψαμε καν’α δύο και αφήσαμε τα κιτρινισμένα μαντήλια στην άκρη… Τα φουντώσαμε όλα! Το ένα πίσω απ’ άλλο, δυο - τρία ο καθένας. Το πώς ανεβήκαμε τον ανήφορο, ένας θεός ξέρει. Ίσα που προλάβαμε το κουδούνι. Πηγαίναμε και τ’ απόγευμα τότε σχολείο, τέλη δεκαετίας του ’50…

Από τα εννιά μας ίσαμε τα δώδεκα - δεκατρία οι πατεράδες μας καπνίζαν όλοι «Έθνος» χύμα! Άλλοτε δέκα άλλοτε είκοσι τη μέρα. Στα δεκατέσσερα πήγαινα στο Γυμνάσιο στη Δημητσάνα, στη Δευτέρα. Τα «Έθνος» χύμα γίνανε «Σαντέ» πακετάκι. Το διάλεξα απ’ το χρώμα και ’κείνη την όμορφη κυρία απ’ έξω. Μεγάλος πια έμαθα πως είχε όνομα, Ζωζώ Νταλμάς! Και …Santé στα γαλλικά σημαίνει Υγεία!

Στις διακοπές τού Πάσχα έκρυψα τα τρία κόκκινα πακετάκια που έφερα απ’ τη Δημητσάνα στο «μέρος». Το ’χε φτιάσει δέκα - δεκαπέντε μέτρα απόσταση πίσω απ’ το σπίτι ο παππούς. Πατώνοντας δυο οριζόντιες κλάρες τού σφενταμιού που ήταν εκεί πριν από μένα, το θυμάμαι σαν νά ’ναι τώρα,. Με μια τετράγωνη τρύπα στη μέση που έβλεπε κάτω στο ρέμα.

Εκείνο το Πάσχα, γυρίσαμε απ’ την Ανάσταση και καθήσαμε στο τραπέζι για τη μαγειρίτσα. Σαν αποφάγαμε προφασίζομαι προς νερού μου και τρέχω στο σφεντάμι. Προσέχοντας μην πέσω στην «τρύπα» τού παππού, φουμάρω δυο - τρία το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. «Βγαίνοντας» απ’ την «τουαλέτα» βλέπω φως στο παραθύρι της κάμαρης που την είχαμε και για κουζίνα. Είχε φέρει η μάνα μου τη λάμπα κι έπλενε τα πιάτα. Με ζώσαν τα φίδια…

Θα περνούσε απ’ το μυαλό της, αλλ’ αν είδε απ’ το παραθύρι στο φως του φεγγαριού να βγαίνει καπνός (χωρίς φωτιά!) απ’ το σφεντάμι, θα ήταν σύλληψη περίπου επ’ αυτοφώρω. Έκλεισα πίσω μου γρήγορα το παραπόρτι κι έτρεξα στον παλιό μπουφέ στο χειμωνιάτικο. Ο παππούς ξαπλωμένος με την προσκεφάλα στο σάισμα που είχε μονίμως στρωμένο στο παραγώνι, δεν πήρε χαμπάρι. Ο πατέρας μου θα είχε βγει στο μπροστινό μπαλκόνι, για τσιγάρο («Καρέλια» Αγρινίου εκείνος…).

Παίρνω το ρακί απ’ τον μπουφέ, κατεβάζω δυο - τρεις γουλιές και ξεπλένω στόμα και χέρια. Κάλλιο να μυρίζω ρακί παρά τσιγάρο! Ξαναμμένος κι απ’ τα δυο πάω ξανά στην κουζίνα με τα χέρια στις τσέπες και τάχατες ξέγνοιαστος. Να ελέγξω το πράγμα, με πήρε ή δεν με πήρε χαμπάρι η μάνα μου. Είχα ξεχάσει πως το σκηνικό είχε ξαναπαιχτεί, τότε που σκάλιζε τις αγγινάρες στον κήπο…

Έλα ’δω! μου λέει, κραδαίνοντας το μαχαίρι που μόλις είχε αποπλύνει. Για κάνε χου… Ήπιες το ρακί πασχαλιάτικα! Θα σε αφαλοκόψω, κακό χρόνο νά ’χεις…

Υ.Γ. Δεν ξανακάναμε κουβέντα. Και φυσικά η μάνα μου δεν μ’ αφαλόκοψε και είχα κάποια καλά χρόνια. Μ’ αγαπούσε ως τα τελευταία της, στα ενενήντα οκτώ της, σαν κάθε μάνα. Μιλώντας της το τελευταίο Πάσχα της στο τηλέφωνο να τής ευχηθώ Καλή Ανάσταση και του Χρόνου και τον Άλλονε, τής το θύμισα. Βαρυάκουε μα σφίγγοντας τ’ ακουστικό στ’ αφτί, μετά από τόσα χρόνια το θυμήθηκε .

Ήξερε μού είπε πως κάπνιζα στο σφεντάμι, αλλά το ρακί στον μπουφέ ήταν πιο σημαντικό! Το είχαμε βγάλει μαζί με κόπο το καλοκαίρι στη Γράνα, ένα μπουκάλι όλο κι όλο. Μ’ ένα ταψί πάνω στα τσίπουρα που στοιβάζαμε στο καζάνι, έν’ άλλο καζάνι ανάποδα σαν καπάκι, δυνατή φωτιά και χύνοντας ασταμάτητα κρύο νερό από πάνω με τους κουβάδες. Το ρακί απ’ τον ανάποδο πάτο τού πάνω καζανιού θα μαζευτεί, μού εξήγησε, στάλα - στάλα στο ταψί τού κάτω! Όσα έμαθα κοντά στη μάνα μου και στο χωριό δεν τά ’μαθα σ’ όλη τη ζωή μου. Αυτό είναι το δικό μας Πάσχα, τα παιδικά μας χρόνια…

Μ.
Σχόλια (1)
  1. G.P. says:

    Χριστός Ανέστη! Τί μου θύμισες φίλε και πατριώτη, να είσαι καλά…

Το σχόλιό σας...

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *